σκώπτρια

σκώπτρια
σκώπτρια
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκώπτρια — η, ΝΜΑ βλ. σκώπτης …   Dictionary of Greek

  • σκώπτης — ο, θηλ. σκώπτρια, ΝΜΑ αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ τού σκώπτω* + κατάλ. της / τρια] …   Dictionary of Greek

  • σκώπτης — ο θηλ. σκώπτρια αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”